ἐξιππάσατο

ἐξιππάσατο
ἐξῑππάσατο , ἐξιππάζομαι
ride out
aor ind mp 3rd sg
ἐξιππάζομαι
ride out
aor ind mp 3rd sg (homeric ionic)
ἐξιππάζομαι
ride out
aor ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξιππάζομαι — ἐξιππάζομαι (AM) φεύγω έφιππος («κοσμήσας τον ἵππον ἐξιππάσατο διὰ τῶν πυλῶν», Πλούτ.) μσν. (για ίππο) καλπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιππάζομαι (< ίππος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”